Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουντούκι τα φουντούκια
      γενική του φουντουκιού των φουντουκιών
    αιτιατική το φουντούκι τα φουντούκια
     κλητική φουντούκι φουντούκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
φουντούκια

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουντούκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική fındık < αραβική فُنْدُق (funduq) < ελληνιστική κοινή ποντικόν κάρυον (καρύδι από τον πόντο, από την θάλασσα) (αντιδάνειο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /funˈdu.ci/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουντούκι ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία