φορτωτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φορτωτήρας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φορτωτήρ, φορτώνω + -τήρ > -τήρας < αρχαία ελληνική φορτόω (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική loader) [1] Συγκρίνετε με το φορτωτήρα (θηλυκό).
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /foɾ.toˈti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φορ‐τω‐τή‐ρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
φορτωτήρας αρσενικό
- (ναυτικός όρος) μηχανική διάταξη - μέσο, φορτοεκφόρτωσης μεμονωμένων ή συσκευασμένων εμπορευμάτων που φέρονται συνηθέστερα στα πλοία
- ↪ Οι φορτωτήρες διαφέρουν των γερανών, από το γεγονός αφενός ότι δεν είναι αυτόνομοι και αφετέρου στηρίζονται πάνω σε ιστούς.
- (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε μηχανική διάταξη ή μέσον με το οποίο επιχειρείται φορτοεκφόρτωση σε περιορισμένη κίνηση, όπως κλαρκ, μεταφορική ταινία, ατέρμων κοχλίας, κυλιόμενος διάδρομος κ.λπ.
Άλλες μορφές επεξεργασία
- φορτωτήρα (θηλυκό)
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φορτωτήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας