Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φον ντε τεν < (άμεσο δάνειο) γαλλική fond de teint < fond (βάση) de (από) teint (χρώμα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φον ντε τεν ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία