φον ντε τεν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φον ντε τεν < (άμεσο δάνειο) γαλλική fond de teint < fond (βάση) de (από) teint (χρώμα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φον ντε τεν ουδέτερο άκλιτο
- (κοσμετολογία) προϊόν ομορφιάς που προστατεύει την επιδερμίδα ενώ την χρωματίζει ελαφρά και ενιαία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φον ντε τεν