φονεύς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φονεύς | οἱ | φονεῖς - φονῆς* |
γενική | τοῦ | φονέως & φεονῆος (επικός |
τῶν | φονέων |
δοτική | τῷ | φονεῖ | τοῖς | φονεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | φονέᾱ | τοὺς | φονέᾱς |
κλητική ὦ! | φονεῦ | φονεῖς - φονῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φονῆ1 ή φονεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φονέοιν | ||
* αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φονεύς < φονεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
φονεύς αρσενικό
- που σκοτώνει, δολοφονεί, φονιάς
- και ως θηλυκό:
- ※ μητέρα φονέα οὖσαν (Χρειάζεται επεξεργασία) ⌘ S. Aj. 1026
- πιθανόν και το όργανο του φόνου ή της σφαγής
Συνώνυμα επεξεργασία
- σφαγεύς (συνήθως για θυσίες)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φονεύω
Πηγές επεξεργασία
- φονεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φονεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.