φλύσχης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φλύσχης | οι | φλύσχες |
γενική | του | φλύσχη | των | φλυσχών |
αιτιατική | τον | φλύσχη | τους | φλύσχες |
κλητική | φλύσχη | φλύσχες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φλύσχης < αγγλική flysch < γερμανική Flysch < fließen (ρέω) < πρωτογερμανική *fleutaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *plewd- < *plew-
Ουσιαστικό επεξεργασία
φλύσχης αρσενικό
- λιθολογικός σχηματισμός που αποτελείται από στρωματικές εναλλαγές αργίλων, ψαμμιτών, μαργών, ασβεστολίθων και κροκαλοπαγών
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φλύσχης στη Βικιπαίδεια