φλεβοτόμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φλεβοτόμος < αρχαία ελληνική φλεβοτόμος (νυστέρι) < φλέψ + -τόμος (τέμνω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φλεβοτόμος αρσενικό
- είδος νυστεριού για τη φλεβοτομία
- γένος δίπτερων εντόμων μερικά από τα οποία μπορούν να μεταδώσουν λοιμώδεις νόσους
Συγγενικά επεξεργασία
- φλεβοτομία
- Φλεβοτόμος (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
φλεβοτόμος