φλεβίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φλεβίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φλεβῖτις, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phlébite < αρχαία ελληνική φλέψ φλέβα + -ῖτις < -ίτιδα [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
φλεβίτιδα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φλεβίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας