φλαμανδικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | φλαμανδικά | ||
γενική | των | φλαμανδικών | ||
αιτιατική | τα | φλαμανδικά | ||
κλητική | φλαμανδικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
φλαμανδικά < φλαμανδικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
φλαμανδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η διάλεκτος της ολλανδικής γλώσσας που μιλιέται στο Βέλγιο από τους Φλαμανδούς
Μεταφράσεις επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
φλαμανδικά
- χρησιμοποιώντας τη φλαμανδική διάλεκτο της ολλανδικής γλώσσας
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
φλαμανδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φλαμανδικό