Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φινίρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φινίρισμα
τα
φινιρίσμα
τ
α
γενική
του
φινιρίσμα
τ
ος
των
φινιρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
φινίρισμα
τα
φινιρίσμα
τ
α
κλητική
φινίρισμα
φινιρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φινίρισμα
<
φινίρω
με θέμα
φινιρισ-
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φινίρισμα
ουδέτερο
η
τελική
επεξεργασία
στην κατασκευή ενός αντικειμένου ή το αποτέλεσμά της, η ενέργεια του
φινίρω
η απόληξη ενός υφάσματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φινίρισμα
αγγλικά
:
finish
(en)
,
finishing
(en)
γαλλικά
:
finissage
(fr)
,
finition
(fr)