Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φινίρισμα τα φινιρίσματα
      γενική του φινιρίσματος των φινιρισμάτων
    αιτιατική το φινίρισμα τα φινιρίσματα
     κλητική φινίρισμα φινιρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φινίρισμα < φινίρω με θέμα φινιρισ- + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φινίρισμα ουδέτερο

  1. η τελική επεξεργασία στην κατασκευή ενός αντικειμένου ή το αποτέλεσμά της, η ενέργεια του φινίρω
  2. η απόληξη ενός υφάσματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία