Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιμέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική fumé < fumer < λατινική fumare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος fumo < fumus < πρωτοϊταλική *fūmos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰuh₂mós ‎(καπνός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fiˈme/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐μέ

  Επίθετο επεξεργασία

φιμέ άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία