φιλόδικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλόδικος < αρχαία ελληνική φιλόδικος <φίλος + δίκη
Επίθετο επεξεργασία
φιλόδικος
- εκείνος που αρέσκεται να καταφεύγει συχνά στη δικαιοσύνη για οποιοδήποτε ζήτημα, που έχει μανία με τις δίκες
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλόδικος
|