φιλειρηνικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλειρηνικότητα < φιλειρηνικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιλειρηνικότητα θηλυκό
- η αγάπη για την ειρήνη, η προσκόλληση στην ειρήνη, η απέχθεια για τη βία ή τον πόλεμο, ή -στην καθημερινότητα- η αποστροφή προς τις ανταγωνιστικές εντάσεις
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλειρηνικότητα
|