φιλαρίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φιλαρίαση | οι | φιλαριάσεις |
γενική | της | φιλαρίασης* | των | φιλαριάσεων |
αιτιατική | τη | φιλαρίαση | τις | φιλαριάσεις |
κλητική | φιλαρίαση | φιλαριάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φιλαριάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλαρίαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική filariasis < filaria < λατινική filum < πρωτοϊταλική *fī(s)lom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰiH-(s-)lo-
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιλαρίαση θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του νηματίαση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλαρίαση
|