Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιδάρα οι φιδάρες
      γενική της φιδάρας
    αιτιατική τη φιδάρα τις φιδάρες
     κλητική φιδάρα φιδάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιδάρα < φίδι + -άρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιδάρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία