φιάπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φιάπα | οι | φιάπες |
γενική | της | φιάπας | — | |
αιτιατική | τη | φιάπα | τις | φιάπες |
κλητική | φιάπα | φιάπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιάπα < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιάπα θηλυκό
- (υπόδηση) ενισχυμένη πλατφόρμα στη σόλα παπουτσιού, ψηλός πάτος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αγγλικά: platform shoe (παπούτσι με φιάπα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιάπα
|