Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιάπα οι φιάπες
      γενική της φιάπας
    αιτιατική τη φιάπα τις φιάπες
     κλητική φιάπα φιάπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σόλα με φιάπα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιάπα < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfi̯a.pa/ & /ˈfça.pa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιάπα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία