Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φεσώνω < φέσι (με την έννοια της ανεξόφλητης οφειλής) + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

φεσώνω (παθητική φωνή φεσώνομαι)

  1. παραχρεώνω πελάτη μου συνήθως αδικαιολόγητα
  2. δεν εξοφλώ δάνειο, οφειλή
    Αφού δεν έχω μία, θα τους φεσώσω κανονικά
  3. επιβαρύνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία