Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φερανθής < φέρω και ἄνθος

  Επίθετο επεξεργασία

φερανθής, ής, ές

  • που φέρνει μαζι του άνθη ( το ἔαρ)