φερέπονος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φερέπονος, ος, ον
- ο πολύ κοπιαστικός ή ο πολύ στενόχωρος
- εκείνος που αντέχει τον πολύ κόπο (φιλόπονος) ή τις στενοχώριες, τα βάσανα (στωϊκός)
φερέπονος, ος, ον