Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φερέπονος < φέρω και πόνος

  Επίθετο επεξεργασία

φερέπονος, ος, ον

  1. ο πολύ κοπιαστικός ή ο πολύ στενόχωρος
  2. εκείνος που αντέχει τον πολύ κόπο (φιλόπονος) ή τις στενοχώριες, τα βάσανα (στωϊκός)