φεγγαράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φεγγαράκι | τα | φεγγαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φεγγαράκι | τα | φεγγαράκια |
κλητική | φεγγαράκι | φεγγαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φεγγαράκι < φεγγάρ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
φεγγαράκι ουδέτερο
- (υποκοριστικό) μικρό φεγγάρι
- τρυφερά, ποιητικά το φεγγάρι
- ※ χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά, αν μ' αγάπαγες λιγάκι, θα' ταν όλα αληθινά (στίχοι τραγουδιού: Νίκος Γκάτσος, μουσική: Μάνος Χατζιδάκις)
- ※ φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ (δημοτικό)
- γλυκόλογο
- ↪ φεγγαράκι μου!
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φεγγάρι