φαρυγγωδυνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαρυγγωδυνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pharyngodynia < αρχαία ελληνική φάρυγξ + ὀδύνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαρυγγωδυνία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαρυγγωδυνία
φαρυγγωδυνία θηλυκό