φαροφύλακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | φαροφύλακας | οι | φαροφύλακες |
γενική | του του/της |
φαροφύλακα φαροφύλακος |
των | φαροφυλάκων |
αιτιατική | τον/τη | φαροφύλακα | τους/τις | φαροφύλακες |
κλητική | φαροφύλακα | φαροφύλακες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαροφύλακας < φάρ(ος) + -ο- + -φύλακας, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική gardien de phare.[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fa.ɾoˈfi.la.kas/
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαροφύλακας αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαροφύλακας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φαροφύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας