φαροδείκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fa.ɾoˈði.ktis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαροδείκτης ή φαροδείχτης αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαροδείκτης
φαροδείκτης ή φαροδείχτης αρσενικό