φαρμακομανής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φαρμακομανής | η | φαρμακομανής | το | φαρμακομανές |
γενική | του | φαρμακομανούς* | της | φαρμακομανούς | του | φαρμακομανούς |
αιτιατική | τον | φαρμακομανή | τη | φαρμακομανή | το | φαρμακομανές |
κλητική | φαρμακομανή(ς) | φαρμακομανής | φαρμακομανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φαρμακομανείς | οι | φαρμακομανείς | τα | φαρμακομανή |
γενική | των | φαρμακομανών | των | φαρμακομανών | των | φαρμακομανών |
αιτιατική | τους | φαρμακομανείς | τις | φαρμακομανείς | τα | φαρμακομανή |
κλητική | φαρμακομανείς | φαρμακομανείς | φαρμακομανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φαρμακομανής
- που θέλει μετά μανίας να παίρνει πολλά φάρμακα, ακόμα και αν δεν τα χρειάζεται
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαρμακομανής
|