Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η φαρμακοβιομήχανος οι φαρμακοβιομήχανοι
      γενική του/της
του
φαρμακοβιομηχάνου
φαρμακοβιομήχανου
των φαρμακοβιομηχάνων
φαρμακοβιομήχανων
    αιτιατική τον/τη φαρμακοβιομήχανο τους/τις
τους
φαρμακοβιομηχάνους
φαρμακοβιομήχανους
     κλητική φαρμακοβιομήχανε φαρμακοβιομήχανοι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρμακοβιομήχανος < φάρμακο + βιομήχανος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαρμακοβιομήχανος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία