Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φανφάρα οι φανφάρες
      γενική της φανφάρας των φανφαρών
    αιτιατική τη φανφάρα τις φανφάρες
     κλητική φανφάρα φανφάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φανφάρα < ιταλική fanfara (σάλπισμα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φανφάρα θηλυκό

  1. σύντομο μουσικό κομμάτι που είναι γραμμένο για να εκετελεστεί από χάλκινα πνευστά όργανα (τρομπέτες κ.ά.) και προορίζεται να ακουστεί σε κάποια γιορτή ή πανηγύρι
    Η φανφάρα γράφεται στους φυσικούς αρμονικούς φθόγγους της σάλπιγγας
  2. μπάντα ή ορχήστρα που απαρτίζεται κυρίως από σαλπιγκτές
    Μπροστά πήγαινε η εικόνα, πίσω η φανφάρα και πιο πίσω οι πιστοί
  3. (μεταφορικά) ο πομπώδης λόγος πολιτικού ή γενικά ο κομπασμός και ο άτοπος στόμφος ενός (συν)ομιλητή
    Άσε τις φανφάρες και λέγε τώρα τι θα κάνουμε, γιατί καιγόμαστε

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία