Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαντασιόπληχτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φαντασιόπληχτ
ος
η
φαντασιόπληχτ
η
το
φαντασιόπληχτ
ο
γενική
του
φαντασιόπληχτ
ου
της
φαντασιόπληχτ
ης
του
φαντασιόπληχτ
ου
αιτιατική
τον
φαντασιόπληχτ
ο
τη
φαντασιόπληχτ
η
το
φαντασιόπληχτ
ο
κλητική
φαντασιόπληχτ
ε
φαντασιόπληχτ
η
φαντασιόπληχτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φαντασιόπληχτ
οι
οι
φαντασιόπληχτ
ες
τα
φαντασιόπληχτ
α
γενική
των
φαντασιόπληχτ
ων
των
φαντασιόπληχτ
ων
των
φαντασιόπληχτ
ων
αιτιατική
τους
φαντασιόπληχτ
ους
τις
φαντασιόπληχτ
ες
τα
φαντασιόπληχτ
α
κλητική
φαντασιόπληχτ
οι
φαντασιόπληχτ
ες
φαντασιόπληχτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
φαντασιόπληχτος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
φαντασιόπληκτος