Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαντασιόπληχτος η φαντασιόπληχτη το φαντασιόπληχτο
      γενική του φαντασιόπληχτου της φαντασιόπληχτης του φαντασιόπληχτου
    αιτιατική τον φαντασιόπληχτο τη φαντασιόπληχτη το φαντασιόπληχτο
     κλητική φαντασιόπληχτε φαντασιόπληχτη φαντασιόπληχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαντασιόπληχτοι οι φαντασιόπληχτες τα φαντασιόπληχτα
      γενική των φαντασιόπληχτων των φαντασιόπληχτων των φαντασιόπληχτων
    αιτιατική τους φαντασιόπληχτους τις φαντασιόπληχτες τα φαντασιόπληχτα
     κλητική φαντασιόπληχτοι φαντασιόπληχτες φαντασιόπληχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

φαντασιόπληχτος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη  φαντασιόπληκτος