φαντάξεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φαντάξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαντάζω
- θα φαντάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαντάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
φαντάξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φάνταξη