Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φαντάξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαντάζω
  2. θα φαντάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαντάζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

φαντάξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φάνταξη