φάνταξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φάνταξη | οι | φαντάξεις |
γενική | της | φάνταξης* | των | φαντάξεων |
αιτιατική | τη | φάνταξη | τις | φαντάξεις |
κλητική | φάνταξη | φαντάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φαντάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φάνταξη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φάνταξη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φάνταξη
|