φανερώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φανερώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φανερώνω
- θα φανερώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φανερώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
φανερώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φανέρωση