φανέρωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φανέρωση | οι | φανερώσεις |
γενική | της | φανέρωσης* | των | φανερώσεων |
αιτιατική | τη | φανέρωση | τις | φανερώσεις |
κλητική | φανέρωση | φανερώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φανερώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φανέρωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φανέρω(σις) + -ση[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
φανέρωση θηλυκό
- το φανέρωμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φανέρωση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φανέρωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας