Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαμέγιος < → δείτε τη λέξη φαμίλια & τη λατινική familia (οικογένεια) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαμέγιος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία