φαμελίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαμελίτης < μεσαιωνική ελληνική < φαμελιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαμελίτης αρσενικό, φαμελίτισσα θηλυκό
- ο οικογενειάρχης, ο φαμελιάρης
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαμελίτης
→ δείτε τη λέξη οικογενειάρχης |