Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαλανστήριο τα φαλανστήρια
      γενική του φαλανστηρίου
φαλανστήριου
των φαλανστηρίων
    αιτιατική το φαλανστήριο τα φαλανστήρια
     κλητική φαλανστήριο φαλανστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαλανστήριο < phalanstère < phalan(ge) (< αρχαία ελληνική φάλαγξ) + (mona)stère ( < μοναστήριον). Τη λέξη επινόησε ο François Marie Charles Fourier/Σαρλ Φουριέ.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαλανστήριο ουδέτερο

  • ονομασία σοσιαλιστικής αποικίας που σχεδίαζε ο Σαρλ Φουριέ. Επρόκειτο για ένα κτίριο στο οποίο θα ζούσαν όλοι και οι δουλειές θα μοιράζονταν σύμφωνα με τις φυσικές τάσεις του κάθε μέλους.

  Μεταφράσεις επεξεργασία