φαλαγγηδόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαλαγγηδόν < αρχαία ελληνική φαλαγγηδόν < φάλαγξ
Επίρρημα επεξεργασία
φαλαγγηδόν
- η παράταξη ή μετακίνηση κατά φάλαγγες είτε κυριολεκτικά (παλαιότερα στο στρατό) είτε με τη μεταφορική έννοια (όχι ιδιαίτερα εύχρηστο επίρρημα στη νεοελληνική)
- μην προχωράτε σαν μπουλούκι, καλυτερα φαλαγγηδόν
- τα ΙΧ κόλλησαν στην Εθνική και προχωρούσαν φαλαγγηδόν
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαλαγγηδόν