Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φακκώ < πιθανή ετυμολογία: από τον ήχο του κτυπήματος (κυρίως πάνω σε ξύλο)

  Ρήμα επεξεργασία

φακκώ (κυπριακά)

  • κτυπώ (συνήθως δυνατά με κρότο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία