Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαιοχίτων < φαιός + χιτών

  Επίθετο επεξεργασία

φαιοχίτων

  1. αυτός που φορά γκρίζο ή σκούρο χιτώνα, ο παπάς κ.α.
  2. (μεταφορικά) αποκαλούνται φαιοχίτωνες καί οι μελανοχίτωνες φασίστες

  Μεταφράσεις επεξεργασία