Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαινομενικότητα οι φαινομενικότητες
      γενική της φαινομενικότητας των φαινομενικοτήτων
    αιτιατική τη φαινομενικότητα τις φαινομενικότητες
     κλητική φαινομενικότητα φαινομενικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαινομενικότητα < φαινομενικός < φαίνομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαινομενικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του φαινομενικού, του απατηλού, όταν κάτι μοιάζει να είναι πραγματικό ενώ δεν είναι, φαίνεται αληθινό
  2. η ουσία του φιλοσοφικού ρεύματος της φαινομενοκρατίας

Συγγενικά επεξεργασία


  Μεταφράσεις επεξεργασία