φαινομενικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαινομενικότητα < φαινομενικός < φαίνομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαινομενικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του φαινομενικού, του απατηλού, όταν κάτι μοιάζει να είναι πραγματικό ενώ δεν είναι, φαίνεται αληθινό
- η ουσία του φιλοσοφικού ρεύματος της φαινομενοκρατίας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαινομενικότητα