Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαγέσωρας < φαγέσωρος < αρχαία ελληνική φαγέσωρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαγέσωρας αρσενικό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Χρησιμoποιείται και στον πληθυντικό, οι φαγέσωρες (τα μπιμπίκια). Τον περασμένο αιώνα, όταν ο όρος ήταν φαγέσωρος, απαντούσε και ο πληθυντικός οι φαγέσωροι

  Μεταφράσεις επεξεργασία