φαβέλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαβέλα | οι | φαβέλες |
γενική | της | φαβέλας | των | φαβέλων |
αιτιατική | τη | φαβέλα | τις | φαβέλες |
κλητική | φαβέλα | φαβέλες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαβέλα < (άμεσο δάνειο) αγγλική favela < πορτογαλική favela
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαβέλα θηλυκό
- παραγκούπολη, ιδίως στη Βραζιλία