φίδι φαρμακερό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φίδι φαρμακερό < → δείτε τις λέξεις φίδι και φαρμακερός όπως από το δηλητήριο του φιδιού
Έκφραση επεξεργασία
φίδι φαρμακερό
- (μεταφορικά) φθονερός, χθόνιος άνθρωπος
- (μεταφορικά) κάτι που δρα ή επιδρά υποχθόνια, μάστιγα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
έκφραση με το «φίδι» για φθόνο
|