Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

φέρασπις < φέρ(ω) + ἀσπίς

  Επίθετο επεξεργασία

φέρασπις

  • που φέρει ασπίδες, τις φέρνει μαζί του καθώς έρχεται
    ἔγχη σταδαῖα καὶ φεράσπιδες σαγαί λείπει η μετάφραση (για την περσική επίθεση)

  Πηγές επεξεργασία