Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φάλαρα < αρχαία ελληνική φάλαρα (τα χάμουρα των αλόγων αλλά και το μπροστινό τμήμα της περικεφαλαίας των οπλιτών)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φάλαρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία