υποχείριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποχείριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υποχείριος
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποχείριο ουδέτερο
- ο άνθρωπος που εκτελεί τυφλά τις εντολές και οδηγίες κάποιου άλλου, που είναι άβουλο όργανο κάποιου άλλου
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποχείριο
|