υποφρούραρχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υποφρούραρχος | οι | υποφρούραρχοι |
γενική | του | υποφρούραρχου & υποφρουράρχου |
των | υποφρούραρχων & υποφρουράρχων |
αιτιατική | τον | υποφρούραρχο | τους | υποφρούραρχους & υποφρουράρχους |
κλητική | υποφρούραρχε | υποφρούραρχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποφρούραρχος < υπο- + φρούραρχος
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποφρούραρχος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποφρούραρχος
|