Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποπρόγραμμα τα υποπρογράμματα
      γενική του υποπρογράμματος των υποπρογραμμάτων
    αιτιατική το υποπρόγραμμα τα υποπρογράμματα
     κλητική υποπρόγραμμα υποπρογράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποπρόγραμμα < → δείτε τις λέξεις υπό και πρόγραμμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποπρόγραμμα ουδέτερο

  1. (πληροφορική) αυτοτελές τμήμα ενός προγράμματος, πρόγραμμα που υπάγεται σε άλλο μεγαλύτερο ή εκτενέστερο
  2. (πληροφορική) συνάρτηση ή διαδικασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

πληροφορική:

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία