υποπλοκή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυποπλοκή θηλυκό
- η επιμέρους πλοκή σ’ ένα λογοτεχνικό, θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποπλοκή
|
Δείτε επίσης : υποκλοπή |
υποπλοκή θηλυκό
|