υπομονητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπομονητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπομονητικός < ὑπομένω
Επίθετο επεξεργασία
υπομονητικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπομονητικός
→ δείτε τη λέξη υπομονετικός |