υπομονεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπομονεύω < ελληνιστική κοινή ὑπονομεύω < αρχαία ελληνική ὑπόνομος < ὑπονέμομαι < ὑπό + νέμω
Ρήμα επεξεργασία
υπομονεύω (παθητική φωνή: υπονομεύομαι)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- υπονόμευση
- υπονομευτής
- υπονομευτικά
- υπονομευτικός
- υπονομεύτρια
- → δείτε τις λέξεις υπό και νέμω