υποδιπλασιάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποδιπλασιάζω < υπο- + διπλασιάζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.po.ði.pla.siˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐δι‐πλα‐σι‐ά‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
υποδιπλασιάζω , πρτ.: υποδιπλασίαζα, στ.μέλλ.: θα υποδιπλασιάσω, αόρ.: υποδιπλασίασα, παθ.φωνή: υποδιπλασιάζομαι, μτχ.π.π.: υποδιπλασιασμένος
Κλίση επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποδιπλασιάζω
|
Πηγές επεξεργασία
- υποδιπλασιάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)