Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερφορτίζω < υπερ- + φορτίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική overcharge)

  Ρήμα επεξεργασία

υπερφορτίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία